αυτονομούμαι

αυτονομούμαι
(ε) пользоваться автономией; быть автономным, независимым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αυτονομούμαι" в других словарях:

  • αυτονομούμαι — αυτονομούμαι, αυτονομήθηκα, αυτονομημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αυτονομούμαι — (Α αὐτονομοῡμαι, έομαι) [αυτόνομος] είμαι ή γίνομαι αυτόνομος, ανεξάρτητος …   Dictionary of Greek

  • αυτονόμηση — η η απόκτηση της αυτονομίας, το να ανακηρυχθεί μια πόλη ή περιοχή αυτόνομη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτονομούμαι. Η λ. αυτονόμησις μαρτυρείται το 1861 από τον Θόδωρο Αφεντούλη στην εφημερίδα Φιλόπατρις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»